-
1 подойти
подойти 1) (приблизиться) πλησιάζω· προσεγγίζω (тж.о корабле)' \подойтидите ближе!πλησιάστε! 2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω 3) (годиться) ταιριάζω· это мне не \подойтидёт αυτό δε μου κάνει подоконник м το περβάζι (παραθύρου)* * *1) ( приблизиться) πλησιάζω; προσεγγίζω (тж. о корабле)подойди́те бли́же! — πλησιάστε!
2) (к проблеме и т. п.) προσεγγίζω3) ( годиться) ταιριάζωэ́то мне не подойдёт — αυτό δε μου κάνει
-
2 подоконник
мτο περβάζι (παραθύρου) -
3 подоконник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подоконник
См. также в других словарях:
περβάζι — και πρεβάζι, το 1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο 2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz] … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek
τελάρο — το (λ. ιταλ.) 1. πλαίσιο για τέντωμα κεντήματος: Τελάρο κεντήματος. 2. ξύλινο πλαίσιο πόρτας, παραθύρου κτλ., κάσα, περβάζι. 3. ξύλινο τετράγωνο σκεύος για τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)